- βυζόν
- βυζόν· πυκνόν, συνετόν, γαῦρον δὲ καὶ μέγα, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βυζί — το (Μ βυζίον και βυζίν) ο μαστός των ανθρώπων και των Θηλαστικών (γενικότερα) νεοελλ. 1. ο θηλασμός 2. το μητρικό γάλα 3. οτιδήποτε μοιάζει με μαστό ή θηλή (όπως π. χ. οι θηλές του χταποδιού) 4. πηγή από την οποία προέρχονται οφέλη, κυρίως… … Dictionary of Greek
b(e)u-2, bh(e)ū̆- — b(e)u 2, bh(e)ū̆ English meaning: to swell, puff Deutsche Übersetzung: “aufblasen, schwellen” Note: Explosive sound of the inflated cheek, like pu , phu see d .; running beside primeval creation crosses the sound lawful… … Proto-Indo-European etymological dictionary